αὐχένος

αὐχένος
αὐχήν
neck
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μυριαύχενος — μυριαύχενος, ον (Μ) (για την ύδρα) αυτός που έχει αναρίθμητους αυχένες, πολλά κεφάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αύχενος (< αὐχήν, αὐχένος), πρβλ. πολυ αύχενος] …   Dictionary of Greek

  • πολυαύχενος — η, ο / πολυαύχενος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς αυχένες νεοελλ. φρ. «πολυαύχενο όρος» βουνό με πολλούς αυχένες, πολλά διάσελα αρχ. φρ. «πολυαύχενον αἷμα» αίμα που προέρχεται από τη σφαγή πολλών αυχένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + αύχενος (<… …   Dictionary of Greek

  • Límites de los continentes — Este artículo o sección necesita referencias que aparezcan en una publicación acreditada, como revistas especializadas, monografías, prensa diaria o páginas de Internet fidedignas. Puedes añadirlas así o avisar …   Wikipedia Español

  • Boundaries between continents — Color coded map of continents:      Africa       …   Wikipedia

  • ROTARE Arma — apud Auctorem Panegyrici ad Pisonem; Arma tuis etiam si forte rotare lacertis, Inque gradum clausis libuit consistere membris; Et vitare simul, simul et captare petentem: Vegetio est, Scutum rotare, l. 2. c. 14. Praeterea, sicut Centurio… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • καθαπλώ — καθαπλῶ, όω (Α) (κυρίως το μέσ.) καθαπλοῡμαι, όομαι απλώνομαι πάνω σε κάτι («τοῡ δὲ αὐχένος ἐπιχαρίτως καθήπλωται [ενν. ἡ κόμη]», Αρισταίν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + απλώ] …   Dictionary of Greek

  • καταυχένιος — ια, ιο (Α καταυχένιος, ον, θηλ. και ενία) αυτός που εκτείνεται πάνω στον αυχένα ή καταφέρεται κατά τού αυχένα (α. «καταυχενίους λυσαμένη πλοκάμους», Ανθ.Παλ. β. «καταυχενίοις [ή ίαις] πληγαῑς», Μ. ΑΘαν.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το καταυχένιο… …   Dictionary of Greek

  • κρατεραύχην — κρατεραύχην, ενος, ὁ (Α) αυτός που έχει δυνατό αυχένα («ἵππος κρατεραύχην», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κρατερός + αὐχήν, αὐχένος (πρβλ. καμπυλ αύχην, σκληρ αύχην)] …   Dictionary of Greek

  • κρεμαστός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 165 κάτ.) της Εύβοιας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού, 82 χλμ. Α της Χαλκίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κονιστρών του νομού Ευβοίας. * * * ή, ό (AM κρεμαστός, ή, όν) [κρεμάννυμι] 1. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • κύτος — το (Α κύτος) 1. καθετί που χωράει κάτι, κοιλότητα, κοίλωμα, βαθούλωμα («τί δαὶ δεκάμνῳ τῷδε θώρακος κύτει», Αριστοφ.) 2. το κοίλο μέρος τού πλοίου μεταξύ εσωτροπίου και καταστρώματος, το αμπάρι (α. «οι αντλίες έβγαλαν τα νερά που είχαν εισδύσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”